- συνηνωμένως
- συνηνωμένως, Adv., ([etym.] συνενόω)A unitedly, Tz.H.12.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηνωμένως — unitedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηνωμένως — ΜΑ επίρρ. μαζί, ενωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηνωμένος τού συνενοῦμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek